λογιστικός

λογιστικός
λογιστ-ικός, ή, όν,
A skilled or practised in calculating, Pl.Tht.145a, X.Mem.1.1.7;

οἱ φύσει λ. Pl.R.526b

; of a mathematician, AP11.267: Subst. -κή (with or without τέχνη), practical arithmetic, the art of arithmetic, opp. ἀριθμητική (the science of number), Pl.Grg. 450d, 451b, R.525a, al.; so τὸ -

κόν Id.Chrm.174b

; ἡ λ., opp. γεωμετρία, Archyt.4.
II endued with reason, rational,

ζῷα Arist. de An. 434a7

; [τὸ] λ. [μόριον τῆς ψυχῆς] ib.432a25; λ. ὄρεξις, opp. ἄλογος, Id.Rh.1369a2; τὸ λ. (sc. τῆς ψυχῆς) the reasoning faculty, Pl.R.439d, cf. Arist.Top.128b38; = τὸ βουλευτικόν, Id.EN1139a12.
2 using one's reason, reasonable, X.HG5.2.28, Men.Epit.541.
III -κόν, τό, expenses of the λογιστεία, Inscr.Délos395.13, 399 A96 (ii B. C.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • λογιστικός — skilled masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λογιστικός — ή, ό (Α λογιστικός, ή, όν) [λογιστός] ο ικανός να κάνει υπολογισμούς, ο επιτήδειος να λογαριάζει νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον λογιστή, στη λογιστική, στους λογαριασμούς («λογιστικά βιβλία») 2. το θηλ. ως ουσ. η λογιστική… …   Dictionary of Greek

  • λογιστικός — ή, ό ο σχετικός με τους λογαριασμούς ή τη λογιστική: Στην πολυκατοικία μας άνοιξε λογιστικό γραφείο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λογιστικά — λογιστικός skilled neut nom/voc/acc pl λογιστικά̱ , λογιστικός skilled fem nom/voc/acc dual λογιστικά̱ , λογιστικός skilled fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λογιστικῶν — λογιστικός skilled fem gen pl λογιστικός skilled masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λογιστικόν — λογιστικός skilled masc acc sg λογιστικός skilled neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λογιστικώτατον — λογιστικός skilled masc acc superl sg λογιστικός skilled neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λογιστικαῖς — λογιστικός skilled fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λογιστικαί — λογιστικός skilled fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λογιστικοῖς — λογιστικός skilled masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λογιστικοί — λογιστικός skilled masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”